ακαλπονόθευτος

ακαλπονόθευτος
-η, -ο
αυτός που έγινε χωρίς νοθεία, χωρίς απάτη: Πολύ λίγες εκλογές υπήρξαν ακαλπονόθευτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακαλπονόθευτος — η, ο [καλπονοθεύω] 1. (κυρίως για εκλογή) που δεν έχει καλπονοθευτεί, όταν δεν έχει αλλοιωθεί το αποτέλεσμα με νοθείες στην ψηφοδόχο 2. (γενικά) αυτός που έγινε χωρίς δόλο και απάτη, ανόθευτος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”